- συσσίτιο
- το1. κοινό γεύμα.2. το φαγητό που δίνεται στους στρατιώτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά … Dictionary of Greek
συσσιτιολόγιο — και συσσιτολόγιο, το, Ν κατάλογος τών ατόμων που παίρνουν συσσίτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + λόγιο (< λόγος*), πρβλ. απουσιο λόγιο] … Dictionary of Greek
αποσυσσιτώ — ἀποσυσσιτῶ ( έω) (Α) απουσιάζω από το δημόσιο συσσίτιο … Dictionary of Greek
ζωοτροφία — (I) η (Μ ζωοτροφία) [ζωοτρόφος (Ι)] η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση τής ζωής νεοελλ. στον πληθ. οι ζωοτροφίες τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση τής ζωής, τα αναγκαία προς το ζην μσν. 1. ο ανεφοδιασμός 2. συσσίτιο. (II) η (AM ζῳοτροφία)… … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
καραβάνα — η (Μ καραβάνα) μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο βάζει ο κάθε στρατιώτης το συσσίτιό του νεοελλ. φρ. 1. «λόγια τής καραβάνας» αερολογίες 2. «παλιά καραβάνα» α) παλιός στρατιωτικός β) άνθρωπος με μεγάλη πρακτική πείρα μσν. 1. μεγάλο πλοίο 2. ομάδα… … Dictionary of Greek
παραλήπτης — ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ [παραλαμβάνω] νεοελλ. αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που τού δίνουν ή που προορίζεται γι αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής») αρχ. 1. άτομο… … Dictionary of Greek
συσσιτιάρχης — ο, Ν στρ. υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας, υπεύθυνος τού λόχου για την παρασκευή τού συσσιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
ταγίνι — και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν 1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή 2. (κατ επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.) 3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek